- ασύφηλος
- ἀσύφηλος, -ον (Α)1. ξεροκέφαλος, ανόητος2. πρόστυχος, ποταπός.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με το σοφός, ενώ κατ' άλλους με τα Σίσυφος και σέσυφος «πανούργος» (Ησύχ.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσύφηλος — headstrong masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυφήλως — ἀσύφηλος headstrong adverbial ἀσύφηλος headstrong masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύφηλον — ἀσύφηλος headstrong masc/fem acc sg ἀσύφηλος headstrong neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυφήλοις — ἀσύφηλος headstrong masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυφήλου — ἀσύφηλος headstrong masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυφήλους — ἀσύφηλος headstrong masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυφήλῳ — ἀσύφηλος headstrong masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύφηλοι — ἀσύφηλος headstrong masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)